- αμμόλουτρο
- τοθεραπευτικό λουτρό μέσα σε ζεστή άμμο: Έκαμε κάμποσα αμμόλουτρα και ανακουφίστηκε από τους πόνους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμμόλουτρο — το Ιατρ. η κάλυψη ενός μέρους ή ολόκληρου τού σώματος με θερμή από τον ήλιο άμμο επί ορισμένο χρονικό διάστημα, για τη θεραπεία κυρίως ρευματικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λουτρό(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sandbath. Ο… … Dictionary of Greek
άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… … Dictionary of Greek
λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… … Dictionary of Greek
ξηρολουσία — ξηρολουσία, ἡ (Α) λουτρό σε θερμή άμμο, αμμόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + λουσία < λούω), πρβλ. θερμο λουσία] … Dictionary of Greek
ψαμμοθεραπεία — η, Ν αμμόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + θεραπεία] … Dictionary of Greek
αμμοθεραπεία — η βλ αμμόλουτρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)